- μαντρότοιχος
- οο τοίχος που περιβάλλει τη μάντρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαιότοιχος — ο μαντρότοιχος που κατασκευάζεται με αργιλώδη λάσπη, συμπιεσμένη μέσα σε ξύλινα καλούπια … Dictionary of Greek
μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μεσάντρα — και μισάντρα και μουσάντρα, η 1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων 2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ άλλους, από τουρκ.… … Dictionary of Greek
περίβολος — ο ο περικλεισμένος χώρος, ο φράχτης, μαντρότοιχος: Έξω από τον περίβολο του σπιτιού μου άλλοι ορίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)